- βαλανίδι
- βαλανίδι, το και βελανίδι, τοβλ. βαλάνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως … Dictionary of Greek
βαλάνι — το και βαλανίδι και βελανίδι (AM βαλάνιον, Α και βαλανίδιον) ο καρπός της βαλανιδιάς νεοελλ. 1. το κύπελλο του καρπού το οποίο χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία 2. πληθ. οι όρχεις αρχ. 1. αφέψημα από βαλανίδια 2. καθαρτική βάλανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ … Dictionary of Greek
δρύκαρπον — δρύκαρπον, το (AM) 1. ο καρπός τής βαλανιδιάς, το βαλανίδι 2. κάθε καρπός που μοιάζει με βαλανίδι … Dictionary of Greek
φηγός — η, ΝΑ, και δωρ. τ. φαγός Α νεοελλ. βοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τής οξιάς αρχ. 1. είδος δρυός με εδώδιμο βαλανίδι 2. το βαλανίδι τού παραπάνω φυτού 3. φρ. «ἡ παλαιὰ φηγός» δρυς που φύεται στην περιοχή τής Δωδώνης (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek
άκυλος — Παλαιά ονομασία του κορκού της δρυός της κοκκοφόρου (βελανίδι) και του βαλανόμορφου καρπού της πουρναριάς. Ά. λεγόταν και αρχαίο κόσμημα που είχε το σχήμα βελανιδιού. Κοσμήματα του είδους ήταν συνηθισμένα στην αρχαία Μακεδονία. * * * ο, η (Α… … Dictionary of Greek
βαλανιδιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται προς τα νοτιοδυτικά του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελλών. * * * και βελανιδιά, η [βαλανίδι και βελανίδι] 1. κοινή ονομασία του δέντρου… … Dictionary of Greek
βελανίδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 250 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηνείας. * * * βελανιδιά κ.λπ. βλ. βαλανίδι κ.λπ … Dictionary of Greek
δρυοβάλανος — η (AM δρυοβάλανος) βαλανίδι … Dictionary of Greek
εμπυρεύω — (Α ἐμπυρεύω) νεοελλ. εμπυρευματίζω αρχ. 1. καίω, πυρπολώ 2. μέσ. ἐμπυρεύομαι ανάβω, παίρνω φωτιά 3. μέσ. φωτίζω, φέγγω 4. καταφλέγω, κατακαίω 5. ανάβω στο σώμα («ἐμπυρεύειν θερμότητα», Αριστοτ.) 6. ψήνω πάνω στη φωτιά, φρύγω («τήν τε φηγόν… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek